Faculty of English Language and Literature
Στάθηκα Συλλογισμένος σ’ Ένα Σκοτεινό Κόσμο (από τη συλλογή: Οι Σκοτεινοί Καβαλάρηδες και Άλλα Ποιήματα, 1905) Στάθηκα συλλογισμένος σ’ένα σκοτεινό κόσμο, Χωρίς να γνωρίζω που να στραφώ. Και είδα το γρήγορο κύμα των ανθρώπων Να συρρέει ακατάπαυστα, Γεμάτο ανυπόμονα πρόσωπα, Ένας χείμαρρος επιθυμίας Τους ρώτησα, «Πού πηγαίνετε; Τι βλέπετε;» Χίλιες φωνές μου είπαν Χιλια δάχτυλα μου έδειξαν. «Κοίτα! Κοίτα! Εκεί!» Δεν γνωρίζω τίποτα γι’αυτό Αλίμονο! Στο βάθος του ουρανού έλαμπε μία ακτινοβολία. Ανείπωτη, θεική-- Ένα όραμα εμφανίστηκε σ’ένα σύννεφο Μερικές φορές εμφανιζόταν, Και άλλες όχι. Δίστασα. Τότε απ’ το πλήθος Ανυπόμονοι βρυχθημοί Ερχόντουσαν: «Κοίτα! Κοίτα! Εκεί!» Κοίταξα ξανά, λοιπόν, Αναπηδώντας , αδίστακτος Παλεύοντας και μαινόμενος Με ολάνοιχτα σφιγμένα δάχτυλα. Οι άγριοι λόφοι όρμησαν στη σάρκα μου. Οι δρόμοι χτύπησαν τα πόδια μου. Επιτέλους, κοίταξα ξάνα. Στο βάθος του ουρανού, καμία ακτινοβολία. Ανείπωτη, θεική˙ Κανένα όραμα δεν εμφανίστηκε σε σύννεφο Τα μάτια μου πονούσαν απ’ το φώς. Τότε έκλαψα με απελπισία, «Δεν βλέπω τίποτα! Μα, πού πηγαίνω;» Τα πρόσωπα έστρεψαν ξανά τα κεφάλια τους «Κοίτα! Κοίτα! Εκεί!» Και μπροστά στην άγνοια του πνεύματος μου Ξεφώνισαν, «Ανόητε! Ανόητε! Ανόητε!» Μετάφραση: Γεωργία Σταυρουλάκη | I Stood Musing in a Black World (from: The Black Riders and Other Lines, 1905) Ι Stood Musing in a Black World, Not knowing where to direct my feet. And I saw the quick stream of men Pouring ceaselessly, filled with eager faces, A torrent of desire. I called to them, "Where do you go? What do you see?" A thousand voices called to me. A thousand fingers pointed. "Look! Look! There!" I know not of it. But, lo! In the sky shone a radiance. Ineffable, divine-- A vision painted upon a pall And sometimes it was, And sometimes it was not. I hesitated. Then from the stream Came roaring voices, Impatient: "Look! Look! There!" So again I saw, And leaped, unhesitant, And struggled and fumed With outspread clutching fingers. The hard hills tore my flesh. The ways bit my feet. At last I looked again. No radiance in the far sky. Ineffable, divine; No vision painted upon a pall; And always my eyes ached for the light. Then I cried in despair, "I see nothing! Oh, where do I go?" The torrent turned again its faces: "Look! Look! There!" And at the blindness of my spirit They screamed "Fool! fool! fool!" Translated by Georgia Stavroulaki |