Κίρκη Το Ξόρκι Δαγκώνει η φωτιά, δαγκώνει η φωτιά. Δαγκώνει ως το μικρούλη θάνατο. Δαγκώνει
ώσπου να γίνει τίποτα. Δαγκώνει την ίδια της τη γλυκιά γλώσσα. Συνεχίζει. Δαγκώνοντας.
Η Προσδοκία
Μου λένε πως η γυναίκα περιμένει, ακίνητη ώσπου να την κορτάρουν. Περιμένω
σαν την αράχνη, αβίαστα καθώς αυτοί υφαίνουν μέχρι και τον ιστό μου για μένα, δένοντας κόμπους το σχοινί
με χέρια που φλερτάρουν. Τόση εξουσία πάνω τους. Και η μαγεία
δική τους. Ποιος να τους αποδεσμεύσει; Ποιος θα μπορούσε το σχοινί να λύσει
με μια σχιστή οπλή;
Η Δαγκωνιά
Ό, τι φοράω το πρωί για κέφι είναι δικό μου: πράσινο πουκάμισο, φούστα κρασοκόκκινη. Τυλιγμένη
στον εαυτό μου όπως το άρωμα της νύχτας τυλίγεται γύρω από τον ύπνο όταν κοιμάμαι
έξω. Μέχρι να φτάσω στο γωνιακό
μπαράκι, το γωνιακό κατάστημα, τη γωνιακή οικοδομή που χτίζεται, γίνομαι θεϊκή. Μεταμορφώνω
τους άντρες σε γουρούνια, Τους αφήνω πίσω μου να σφυρίζουν, να γρυλίζουν, ξαγριωμένοι. Μετάφραση: Χριστίνα Ντόκου, Ευαγγελία Χαϊδαράκη και Μαρία Στυλιανάκη | Circe
The Charm
The fire bites, the fire bites. Bites to the little death. Bites
till she comes to nothing. Bites on her own sweet tongue. She goes on. Biting.
The Anticipation
They tell me a woman waits, motionless till she’s wooed. I wait
spider like, effortless as they weave even my web for me, tying the cord in knots
with their courting hands. Such power over them. And the spell
their own. Who could release them? Who would untie the cord
with a cloven hoof?
The Bite
What I wear in the morning pleases me: green shirt, skirt of wine. I am wrapped
in myself as the smell of night wraps round my sleep when I sleep
outside. By the time I get to the corner
bar, corner store, corner construction site, I become divine. I turn
men into swine. Leave them behind me whistling, grunting, wild. Translated by Christina Dokou, Evangelia Chaidaraki and Maria Stylianaki |
Η Λήδα και ο Κύκνος της Έχεις κόκκινα νύχια στα πόδια, καστανή τρίχα στις γάμπες, ω άσε με να σ΄ αγαπήσω, οι δημογέροντες στο βάθος χασομεράνε γνέφοντας τη συγκατάθεσή τους.
Σε ονειρεύομαι να απογλυστράς το φτηνό ύφασμα αργά αργά από τα στήθη, σε ονειρεύομαι να φεύγεις με κοκαλιάρες γυναίκες, σε ονειρεύομαι, ξέρεις.
Οι δημογέροντες γνέφουν σαν ντοπαρισμένοι από λαγνεία, οι δημογέροντες εγκρίνουν με εξουσία: Πέρσες αυτοκράτορες, που διατάζουν την ανατολή του ήλιου κάθε αυγή, τη δύση κάθε σούρουπο, ονειρεύομαι.
Λευκές επιφάνειες μπάνιου στρογγυλά λαβομάνα εσύ στέκεσαι ανάμεσα λύνοντας τα μαλλιά, τους ώμους, τις αισθήσεις μου.
Οι δημογέροντες είναι Δρεσδιανά εδώλια υποτυπώδη, ανέκδοτα, μικρά αγάλματα σμιλευμένα από τα χέρια των καλογραιών. Τα δικά σου με πορφυροβαμμένα άκρα, δεν παίρνουν μέρος σε κείνη την χοντροκομμένη απάρνηση. Άλικες λειτουργίες δονούν το δωμάτιό μας, μια αμαρυλλίς ανθεί στους άνω σου μηρούς, νούφαρο στους δικούς μου, ένα φλογερό δέλτα
το κρεβάτι επιπλέει, καθαρό λινό σεντόνι κυματίζει στον άνεμο: Νείλος, Αμαζόνιος, Μισισιπής. Μετάφραση: Χριστίνα Ντόκου, Ευαγγελία Χαϊδαράκη και Μαρία Στυλιανάκη | Leda and Her Swan
You have red toenails, chestnut hair on your calves oh let me love you, the fathers are lingering in the background nodding assent. I dream of you shedding calico from slow-motion breasts, I dream of you leaving with skinny women, I dream you know. The fathers are nodding like overdosed lechers, the fathers approve with authority: Persian emperors, ordering that the sun shall rise every dawn, set each dusk, I dream. White bathroom surfaces rounded basins you stand among loosening hair, arms, my senses. The fathers are Dresden figurines vestigial, anecdotal small sculptures shaped by the hands of nuns. Yours crimson tipped, take not part in that crude abnegation. Scarlet liturgies shake our room, amaryllis blooms in your upper thighs, water lilly on mine, fervent delta the bed afloat, sheer linen blowing on the wind: Nile, Amazon, Mississippi. Translated by Christina Dokou, Evangelia Chaidaraki and Maria Stylianaki |
Μαινάδα Δεν έχει η κόλαση δαιμόνιο σαν την οργή των γυναικών. Περιφρονημένες στη ζωή τους από τους ζώντες υιούς που οι ίδιες αμόλησαν ελεύθερους, σαν ένα βαρύ αγκομαχητό που διαπερνά ένα παχύ ρουθούνι. Δεν έχει η κόλαση δαιμόνιο.
Δεν έχει η κόλαση δαιμόνιο σαν την οργή των γυναικών. Περιφρονημένες από τις θυγατέρες τους που αποζητούν πατρότητα, γάμου δεσμά, απελευθέρωση απ’ τα παλλόμενα λουριά της ποδιάς που δένεται γύρω απ’ τον ομφαλό τους, αυτό το μητρικό και απαίσιο στίγμα. Δεν έχει η κόλαση δαιμόνιο.
Δεν έχει η κόλαση δαιμόνιο σαν την οργή των γυναικών. Περιφρονημένες από γεννησιμιού τους απ’ τις μανάδες τους που έχουν την υποχρέωση να μεταφέρουν τη κληρονομιά: σύμβολα, μεθόδους, τεχνουργήματα, ό,τι θυμούνται άθικτο σε αυτές, και που δεν έχουν χρόνο για συναισθηματισμούς, μόνο προειδοποιήσεις. Δεν έχει η κόλαση δαιμόνιο. Δεν έχει η κόλαση δαιμόνιο σαν την οργή των γυναικών. Περιφρονώντας τους εαυτούς τους η μία στο είδωλο της άλλης θα απαρνιόταν αυτό το είδωλο ακόμα και μπροστά στη Θεό καθώς αυτή τις περιγελά, περιφρονητικά μέσα απ’ το σχιστό της καταπιώνα. Δεν έχει η κόλαση μανία όπως αυτή την μάνητα των γυναικών. Μετάφραση: Χριστίνα Ντόκου, Ευαγγελία Χαϊδαράκη και Μαρία Στυλιανάκη | Maenad Hell has no fury like women's fury. Scorned in their life by the living sons they themselves have set loose, like a great gasp through a fleshy nostril. Hell has no fury. Hell has no fury like fury of women. Scorned by their daughters who claim paternity, wed- lock, deliverance from the pulsing apron-strings of the apron tied round their omphalos, that maternal and terrible brand. Hell has no fury. Hell has no fury like the fury of women. Scorned from birth by their mothers who must deliver the heritage: signs, methods, artifacts, what-they-remember intact to them, and who have no time for sentiment, only warnings. Hell has no fury. And hell has no fury like fury of women. Scorning themselves in each other's image they would deny that image even to god as she laughs at them, scornfully through her cloven maw. Hell has no rage like this women's rage. Translated by Christina Dokou, Evangelia Chaidaraki and Maria Stylianaki |