Faculty of English Language and Literature
Το Ταξίδι (από τη συλλογή: Ονειρική Επεξεργασία, 1986)
Μια μέρα τελικά ανακάλυψες τι έπρεπε να κάνεις και ξεκίνησες, παρόλο που οι φωνές γύρω σου συνέχισαν να φωνάζουν τις κακές τους συμβουλές— παρόλο που όλο το σπίτι ξεκίνησε να τρέμει και ένιωσες το παλιό εκείνο τράβηγμα στους αστραγάλους. «Διόρθωσε τη ζωή μου!» έκραζε κάθε φωνή. Αλλά δεν σταμάτησες. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις, παρόλο που ο άνεμος ψαχούλευε με τα ξερά του δάχτυλα μέχρι τα θεμέλια, παρόλο που η μελαγχολία τους ήταν φριχτή. Ήταν ήδη αργά πολύ, και η νύχτα άγρια, και ο δρόμος γεμάτος πεσμένα κλαδιά και πέτρες. Αλλά σιγά-σιγά, όπως άφηνες τις φωνές πίσω σου, τα αστέρια άρχισαν να λαμπουν ανάμεσα στα σύννεφα και υπήρχε μια νέα φωνή που αναγνώρισες ως τη δικιά σου, που σου κράτησε συντροφιά καθώς δρασκέλιζες όλο και πιο βαθιά μέσα στον κόσμο, αποφασισμένη να κάνεις το μόνο πράγμα που μπορούσες— αποφασισμένη να σώσεις τη μόνη ζωή που θα μπορούσες να σώσεις.
Μετάφραση: Σταματίνα Μπουλουγούρη και Αγγελική Πανούση | The Journey (from: Dream Work, 1986) One day you finally knew what you had to do, and began, though the voices around you kept shouting their bad advice— though the whole house began to tremble and you felt the old tug at your ankles. "Mend my life!" each voice cried. But you didn’t stop. You knew what you had to do, though the wind pried with its stiff fingers at the very foundations, though their melancholy was terrible. It was already late enough, and a wild night, and the road full of fallen branches and stones. But little by little, as you left their voices behind, the stars began to burn through the sheets of clouds, and there was a new voice which you slowly recognized as your own, that kept you company as you strode deeper and deeper into the world, determined to do the only thing you could do— determined to save the only life you could save.
Translated by Stamatina Boulougouri and Angeliki Panousi |
Αγριόχηνες (από τη συλλογή: Ονειρική Επεξεργασία, 1986)
Δεν χρειάζεται να είσαι καλή. Δεν χρειάζεται να περπατάς γονατιστή Για εκατό μίλια στην έρημο, μετανοώντας. Πρέπει μόνο να αφήσεις το τρυφερό ζωάκι, το σώμα σου Να αγαπήσει ό,τι αγαπάει. Πες μου για την απελπισία σου κι εγώ θα σου πω τη δική μου. Εντωμεταξύ ο κόσμος προχωράει. Εντωμεταξύ ο ήλιος και τα καθαρά από τη βροχή χαλίκια Μετακινούνται ανάμεσα στα τοπία Στα απέραντα λιβάδια και στα δέντρα, Στα βουνά και στα ποτάμια. Εντωμεταξύ, οι αγριόχηνες ψηλά στον καθαρό μπλε ουρανό Επιστρέφουν στο σπίτι. Όποια κι αν είσαι, όσο μόνη κι αν είσαι, Ο κόσμος προσφέρεται στην φαντασία σου, Σε φωνάζει όπως οι αγριόχηνες, στριγγά και συγκλονιστικά— Αντιλαλώντας το στίγμα σου Στην οικογένεια των πραγμάτων.
Μετάφραση: Σταματίνα Μπουλουγούρη και Αγγελική Πανούση |
Wild Geese (from: Dream Work, 1986)
You do not have to be good. You do not have to walk on your knees For a hundred miles through the desert, repenting. You only have to let the soft animal of your body Love what it loves. Tell me about despair, yours, and I will tell you mine. Meanwhile the world goes on. Meanwhile the sun and the clear pebbles of the rain Are moving across the landscapes, Over the prairies and the deep trees, The mountains and the rivers. Meanwhile the wild geese, high in the clean blue air, Are heading home again. Whoever you are, no matter how lonely, The world offers itself to your imagination, Calls to you like the wild geese, harsh and exciting— Over and over announcing your place In the family of things.
Translated by Stamatina Boulougouri and Angeliki Panousi |
| |
Το Mαύρο Φίδι (από τη συλλογή: Ύπνος στο Δάσος, 1979)
Όταν το μαύρο φίδι εμφανίστηκε σαν αστραπή στο δρόμο το πρωί, και το φορτηγό δεν κατάφερε να παρεκκλίνει— θάνατος, έτσι γίνεται.
Τώρα κείτεται ζαρωμένο και δίχως αξία σαν λάστιχο παλιού ποδηλάτου. Σταματώ το αμάξι Και τον μεταφέρω μέσα σε θάμνους.
Είναι ατάραχος και λαμπερός σαν πλεγμένο μαστίγιο, είναι όμορφος και ήσυχος σαν νεκρός αδερφός. Τον αφήνω κάτω από τα φύλλα
και συνεχίζω την πορεία μου, σκεπτόμενη το θάνατο: το απροσδόκητό του, το αβάσταχτο βάρος του, τον αναπόφευκτο ερχομό του. Ωστόσο, μοιραία
καίει μια πιο ζωηρή φωτιά, που πάντα τα κόκαλα ποθούσαν. Είναι το παραμύθι για την αέναη καλή μοίρα. Λέει στη λήθη: όχι εμένα!
Είναι το φως στο κέντρο κάθε κυττάρου. Είναι αυτό που έστειλε το φίδι να κουλουριαστεί και να συρθεί μπροστά ευτυχισμένο να αναπηδήσει μέσα στα πράσινα φύλλα πριν βγει στο δρόμο.
Μετάφραση: Σοφία Χρονάκη και Λευκοθέα Τσάνου | The Black Snake (from: Sleeping in the Forest, 1979)
When the black snake flashed onto the morning road, and the truck could not swerve— death, that is how it happens.
Now he lies looped and useless as an old bicycle tire. I stop the car and carry him into the bushes.
He is as cool and gleaming as a braided whip, he is as beautiful and quiet as a dead brother. I leave him under the leaves
and drive on, thinking about death: its suddenness, its terrible weight, its certain coming. Yet under
reason burns a brighter fire, which the bones have always preferred. It is the story of endless good fortune. It says to oblivion: not me!
It is the light at the center of every cell. It is what sent the snake coiling and flowing forward happily all spring through the green leaves before he came to the road.
Translated by Sophia Chronaki and Lefkothea Tsanou |
Ένας Eπισκέπτης ((από τη συλλογή: Ονειρική Επεξεργασία, 1986)
Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, που ήταν κάποτε νέος και γαλανομάτης, επιστρέφει την πιο σκοτεινή νύχτα στο κατώφλι και χτυπά μανιασμένα την πόρτα, και αν απαντήσω πρέπει να είμαι προετοιμασμένη για το κέρινο πρόσωπο του, για το κάτω χείλος του, το πρησμένο από πικρία. Και έτσι για αρκετό καιρό, δεν απαντούσα αλλά κοιμόμουν άστατα, ανάμεσα στους χτύπους του. Μα τελικά ήρθε η νύχτα όταν βγήκα από τα σκεπάσματά μου και σκόνταψα στο διάδρομο.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και ήξερα ότι ήμουν ασφαλής και σε θέση να τον αντιμετωπίσω, αξιολύπητο και κενό, τέτοιον που ακόμα και τα λιγοστά όνειρά του είχαν παγώσει μέσα του, και η κακία είχε παρέλθει. Τον χαιρέτησα και τον κάλεσα να μπει στο σπίτι, και άναψα το φως, και κοίταξα μέσα στα κενά μάτια του στα οποία επιτέλους είδα τι πρέπει να αγαπάει ένα παιδί, είδα τι θα μπορούσε να είχε κάνει η αγάπη αν είχαμε αγαπηθεί όσο ήταν καιρός.
Μετάφραση: Σοφία Χρονάκη και Λευκοθέα Τσάνου | A Visitor (from: Dream Work, 1986)
My father, for example, who was young once and blue-eyed, returns on the darkest of nights to the porch and knocks wildly at the door, and if I answer I must be prepared for his waxy face, for his lower lip swollen with bitterness. And so, for a long time, I did not answer, but slept fitfully between his hours of rapping. But finally there came the night when I rose out of my sheets and stumbled down the hall.
The door fell open and I knew I was saved and could bear him, pathetic and hollow, with even the least of his dreams frozen inside him, and the meanness gone. And I greeted him and asked him into the house, and lit the lamp, and looked into his blank eyes in which at last I saw what a child must love, I saw what love might have done had we loved in time.
Translated by Sophia Chronaki and Lefkothea Tsanou |
Παπαρούνες (από τη συλλογή: Ποιήματα Νέα και Επιλεγμένα, 1986)
Οι παπαρούνες εκτοξεύουν τις πορτοκαλιές φωτοβολίδες τους, κουνιούνται στον αέρα, οι συναθροίσεις τους είναι μετεώρηση
λαμπερής σκόνης, από λεπτά δαντελωτά φύλλα. Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που
αργά ή γρήγορα δε βυθίζεται στα λουλάκια του σκοταδιού, αλλά τώρα, για λίγο, τα αγριόχορτα
λάμπουν σα θαύμα καθώς αιωρούνται πάνω απ’ το καθετί με την ξανθιά κώμη τους. Βέβαια τίποτα δε σταματά το ψυχρό,
μαύρο, κυρτό δρεπάνι από την γατζωτή του πρόσθια κίνηση— βέβαια η απώλεια είναι το σπουδαίο μάθημα.
Αλλά όμως λέω κι αυτό: ότι το φως είναι μία πρόσκληση στην ευτυχία, κι αυτή η ευτυχία,
όταν είναι πραγματική, είναι μια μορφή ιερότητας χειροπιαστή και λυτρωτική. Μέσα στα λαμπερά λιβάδια,
αγγιγμένη από το ακατέργαστο και πορώδες χρυσάφι τους, εξαγνίζομαι και καθαίρομαι στο ποτάμι της γήινης απόλαυσης—
και τι πρόκειται να κάνεις— τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτό— βαθιά, μπλε νύχτα;
Μετάφραση: Σοφία Χρονάκη και Λευκοθέα Τσάνου | Poppies (from: New and Selected Poems, 1992)
The poppies send up their orange flares; swaying in the wind, their congregations are a levitation
of bright dust, of thin and lacy leaves. There isn't a place in this world that doesn't
sooner or later drown in the indigos of darkness, but now, for a while, the roughage
shines like a miracle as it floats above everything with its yellow hair. Of course nothing stops the cold,
black, curved blade from hooking forward— of course loss is the great lesson.
But I also say this: that light is an invitation to happiness, and that happiness,
when it's done right, is a kind of holiness, palpable and redemptive. Inside the bright fields,
touched by their rough and spongy gold, I am washed and washed in the river of earthly delight—
and what are you going to do— what can you do about it— deep, blue night?
Translated by Sophia Chronaki and Lefkothea Tsanou |