Faculty of English Language and Literature
Το Ποτήρι και η Κούπα
Ο πατέρας ρίχνει το γάλα από το ποτήρι του στο φλιτζάνι του παιδιού και καθώς το παιδί πίνει την ασπράδα, ανοίγοντας το λαρύγγι της στην καλή γεύση με λαχτάρα, ο πατέρας νιώθει πλήρης. Κλείνει το ψυγείο στο φως του, βγαίνει έξω κάτω από την κούπα της παγωμένης σκοτεινιάς και τίποτα δεν φαίνεται να του αρνιέται. Από ψηλά, τα σπασμένα σκοινιά των αστεριών, οι κουβάδες των κρατήρων, το ουράνιο χάος, έλλειψη καταφυγίου στο όλο σχήμα. Μα όμως εδώ κάτω, η κόρη του μέσα στα παπλώματά της, κάτω από σχέδια διαμαντιών και καινοφανών αστέρων γεμάτη πλούσιο γάλα, κοιμάται.
Μετάφραση: Σοφία Σπυροπούλου | The Glass and the Bowl
The father pours the milk from his glass into the cup of the child, and as the child drinks the whiteness, opening her throat to the good taste eagerly, the father is filled. He closes the refrigerator on its light, he walks out under the bowl of frozen darkness and nothing seems withheld from him. Overhead, the burst ropes of stars, the buckets of craters, the chaos of heaven, absence of refuge in the design. Yet down here, his daughter in her quilts, under patterns of diamonds and novas full of rich milk, sleeping.
Translated by Sophia Spyropoulou |
Οικοτροφείο Ινδιάνων: Οι Δραπέτες
Σπίτι είναι ο τόπος που οδεύουμε στον ύπνο μας. Τα φορτηγά βαγόνια που σκουντουφλάνε νότια στα όνειρα μας δεν μας περιμένουν. Τα πιάνουμε ενώ τρέχουν. Οι ράγες, παλιές μαστιγωτές πληγές που λατρεύουμε, απλώνονται παράλληλες σ’ όλο το πλάτος και κόβονται ακριβώς κάτω από τα Όρη της Χελώνας. Όταν ταξιδεύεις πάνω σε ουλές δεν χάνεσαι. Σπίτι είναι ο τόπος που αυτές διασχίζουν.
Ο κουτσός φύλακας ανάβει ένα σπίρτο, κάνοντας το σκοτάδι λιγότερο ανεκτικό. Παρακολουθούμε μέσα από χαραμάδες στα σανίδια τη γη καθώς αρχίζει να κυλάει, να κυλάει μέχρι που πονάει το να είσαι εδώ, κρυώνοντας μέσα στις στολές που επιβάλει ο κανονισμός. Ξέρουμε ότι ο σερίφης παραφυλάει στα μισά του δρόμου για να μας φέρει πίσω. Το αμάξι του είναι υγρό και ζεστό. Η λεωφόρος δεν τραντάζεται, βουίζει μόνο σαν κατεβατό μακρόσυρτων προσβολών. Τα φθαρμένα πρηξίματα απ’ τις πληγές από αρχαίες τιμωρίες, οδηγούν πίσω και εμπρός.
Όλοι οι δραπέτες φορούν ποδιές, μακριές και πράσινες, το χρώμα που ίσως να σκςφτόσουν πως σημαίνει ντροπή. Τρίβουμε τα πεζοδρόμια γιατί αυτή η δουλειά είναι ντροπή. Οι βούρτσες μας χαράζουν την πέτρα σε υγρά τόξα και στο μούλιασμα ντελικάτα περιγράμματα αναριγούν ξεκάθαρα για μια στιγμή, πράγματα που εμείς τα παιδιά αποτυπώσαμε στο σκοτεινό πρόσωπο πριν αυτό σκληρύνε, χλωμό, αναπολώντας έτσι ευαίσθητα παλιά τραύματα, τα ραχοκόκαλα ονομάτων και φύλλων.
Μετάφραση: Γεωργία Τζιάκου | Indian Boarding School: The Runaways
Home’s the place we head for in our sleep. Boxcars stumbling north in dreams don’t wait for us. We catch them on the run. The rails, old lacerations that we love, shoot parallel across the face and break just under Turtle Mountains. Riding scars You can’t get lost. Home is the place they cross.
The lame guard strikes a match and makes the dark less tolerant. We watch through cracks in boards as the land starts rolling, rolling till it hurts to be here, cold in regulation clothes. We know the seriff’s waiting at midrun to take as back. His car is damp and warm. The highway doesn’t rock, it only hums like a wing of long insults. The worn down welts on ancient punishments lead back and forth.
All runaways wear dresses, long green ones, the color you would think shame was. We scrub the sidewalks down because it’s shameful work. Our brushes cut the stone in watered arcs and in the soak frail outlines shiver clear a moment, things us kids pressed on the dark face before it hardened, pale, remembering delicate old injuries, the spines of names and leaves. Translated by Georgia Tziakou |