Χειμωνιάτικο Τοπίο (από τη συλλογή: Οι Απόκληροι, 1948)
Οι τρεις άντρες που κατηφορίζουν το χειμωνιάτικο λόφο Στα καφέ, με μακριά κοντάρια και μια αγέλη λαγωνικά Στο κατόπι, μέσα από τη διευθέτηση των δέντρων, Προσπερνώντας τις πέντε φιγούρες που καίνε άχυρα, Που επιστρέφουν παγωμένοι και σιωπηλοί στην πόλη τους, Που επιστρέφουν στο σωριασμένο χιόνι, το παγοδρόμιο Όλο ζωντάνια από τα παιδιά, στους πιο ηλικιωμένους, Τους συντρόφους από παλιά που δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, Το κυανό φως, άντρες με σκάλες, δίπλα στην εκκλησία Το σφυρί και τη σκιά στον μισοσκότεινο δρόμο,
Δεν γνωρίζουν ότι στους αμμώδεις χρόνους Που θα έρθουν, στην προέκταση της άσκοπης σπατάλης Της ιστορίας, θα ειδωθούν πάνω στο φρύδι Αυτού του ίδιου λόφου: όταν όλη τους η συντροφιά Θα έχει ανεπανόρθωτα χαθεί,
Αυτοί οι άντρες, αυτή η συγκεκριμένη τριάδα στα καφέ Που τους είδαν τα πουλιά θα διατηρήσουν τη σκηνή και θα πουν Από την συνύπαρξή τους με τα δέντρα, Τη μικρή γέφυρα, τα κόκκινα σπίτια και τη φωτιά, Ποιος τόπος, ποιος χρόνος, ποια πρωινή περίσταση
Τους έστειλε μέσα στο δάσος, με μια αγέλη λαγωνικά Στο κατόπι και τα μακριά κοντάρια στους ώμους, Ώστε από εκεί να επιστρέψουν όπως τους βλέπουμε τώρα που Μες στο χιόνι ως τον αστράγαλο το χειμωνιάτικο λόφο Κατηφορίζουν, καθώς τρία πουλιά κοιτούν και το τέταρτο πετά. Μετάφραση: Γιώργος Γιαννακόπουλος | Winter Landscape (from: The Dispossessed, 1948) The three men coming down the winter hill In brown, with tall poles and a pack of hounds At heel, through the arrangement of the trees, Past the five figures at the burning straw, Returning cold and silent to their town, Returning to the drifted snow, the rink Lively with children, to the older men, The long companions they can never reach, The blue light, men with ladders, by the church The sledge and shadow in the twilit street, Are not aware that in the sandy time To come, the evil waste of history Outstretched, they will be seen upon the brow Of that same hill: when all their company Will have been irrecoverably lost,
These men, this particular three in brown Witnessed by birds will keep the scene and say By their configuration with the trees, The small bridge, the red houses and the fire, What place, what time, what morning occasion Sent them into the wood, a pack of hounds At heel and the tall poles upon their shoulders, Thence to return as now we see them and Ankle-deep in snow down the winter hill Descend, while three birds watch and the fourth flies. Translated by Giorgos Giannakopoulos |
Ρίζες Νεαροί (νεαρές) ρωτούν για τις ‘ρίζες’ μου - Σα να ‘μουν φυτό. Ο Γέητς μου είπε, Με κάποια εκζήτηση, ακόμη και τότε το ένιωσα, "Το Λονδίνο είναι χρήσιμο, αλλά πάντα γυρίζω πίσω Στην Ιρλανδία, όπου είναι οι ρίζες μου." Ο κ. 'Ελιοτ επίσης, ανησυχούσε για τις ρίζες του, αν ήσαν δίπλα στο αχαλίνωτο ποτάμι, τον Μισσισίππη, ή τον Τόμεση, ή αλλού.
Δεν μπορώ να το δώ. Πολλοί είναι αλήτες, Κι οι δυό Λώρενς, ο Βύρωνας, και τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Πολλοί μένουν στην πατρίδα για πάντα: ο Χάρντυ πολύ ωραία. Σκοτούρα μου αυτοί οι τύποι με τις προκαταλήψεις τους.
Άει στο διάολο. Το να φύγω ή να μείνω, το αν είμαι της Μοίρας η δικός μου, είναι άσχετο. Η εξορία στον καιρό μας είναι σαν το αίμα. Βασίζεται σε εσωτερικά ταξίδια που κάνει κανείς παντού.
Θα προτιμούσα να ζω στη Βενετία ή στο Κιότο, αν δεν ήταν το πρόβλημα της γλώσσας, αλλά στ’αλήθεια δεν μ’ενδιαφέρει που ζω ή που έχω ζήσει, Όπου κι αν είμαι, νεαρέ μου Κύριε, με το μυαλό μου στη θέση του,
και τη μνήμη να φλέγεται, θα το βγάλω πέρα και θα βολευτώ. Μετάφραση: Άρης Μπερλής | Roots Young men (young women) ask about my ''roots,'' – as if I were a plant. Yeats said to me, with some pretentiousness, I felt even then, ''London is useful, but I always go back to Ireland, where my roots are.'' Mr. Eliot, too, worried about his roots whether beside the uncontrollable river the Mississippi, or the Thames, or elsewhere. I can't see it. Many are wanderers, both Lawrence, Byron, & the better for it. Many stay home forever. Hardy: fine. Bother these bastards with their preconceptions. The hell with it. Whether to go or stay be Fate's, or mine, no matter. Exile is in our time like blood. Depend on interior journeys taken anywhere. I'd rather live in Venice or Kyoto, except for the language, but O really I don't care where I live or have lived. Wherever I am, young Sir, my wits about me, memory blazing, I'll cope & make do. Translated by Aris Berlis |